εὐσταθέω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐστᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ [[πέλαγος]] Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находиться в здоровом состоянии ([[σῶμα]] εὐσταθοῦν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> быть благосклонным ([[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).
|elrutext='''εὐστᾰθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ [[πέλαγος]] Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находиться в здоровом состоянии ([[σῶμα]] εὐσταθοῦν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> быть благосклонным ([[ὅταν]] πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταθέω Medium diacritics: εὐσταθέω Low diacritics: ευσταθέω Capitals: ΕΥΣΤΑΘΕΩ
Transliteration A: eustathéō Transliteration B: eustatheō Transliteration C: efstatheo Beta Code: eu)staqe/w

English (LSJ)

   A to be steady, stable, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες are favourable, E.Rh.317; εὐ. ταῖς διανοίαις D.H.6.51; εὐστάθει rest in peace! in an epitaph, IG14.1464; to be calm, tranquil, of the sea, Luc.VH1.30; οὐκ εὐ. οἱ ὄρνιθες Plu.2.281b.    2 enjoy sound, stable health, εὐ. καὶ ὑγιαίνειν Epicur.Fr.68, cf. 413, Sor.1.87, Herod. Med. ap. Orib.7.8.1.    3 of cities or countries, enjoy tranquillity, εὐσταθοῦσα βασιλεία OGI56.19 (Canopus, Ptol. III); τὴν πόλιν εὐ. SIG 708.37 (Istropolis, ii B.C.), cf. App.Hisp.9.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταθέω: εἶμαι εὐσταθής, σταθερός, ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες, ὅταν ὦσιν εὐνοϊκοί, Εὐρ. Ρῆσ. 315∙ εὐστ. ταῖς διανοίαις Διον. Ἁλ. 6. 51∙ εἶμαι ἤρεμος, γαλήνιος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30, πρβλ. Πλούτ. 2. 281Β. 2) εἶμαι ὑγιὴς κατά τε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, λέξις τῶν Ἐπικουρείων, ὁ αὐτ. 2. 1090Α∙ ἐπὶ χώρας, Ἀππ. Ἰβηρ. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être ferme, consistant, bien équilibré;
2 être calme.
Étymologie: εὐσταθής.

Greek Monotonic

εὐσταθέω: είμαι σταθερός, ευσταθής, σε Ευρ.· είμαι ήρεμος, γαλήνιος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰθέω:
1) пребывать в спокойном состоянии (εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.);
2) находиться в здоровом состоянии (σῶμα εὐσταθοῦν Plut.);
3) быть благосклонным (ὅταν πολίταις εὐσταθῶσι δαίμονες Eur.).