ζευγοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(2b) |
(nl) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ζευγοτρόφος:''' (со)держащий пару упряжных животных Plut. | |elrutext='''ζευγοτρόφος:''' (со)держащий пару упряжных животных Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζευγοτρόφος -ον [ζεῦγος, τρέφω] verzorger van trekossen. Plut. Per. 12.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.
Greek Monolingual
ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Greek Monotonic
ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ζευγοτρόφος: (со)держащий пару упряжных животных Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζευγοτρόφος -ον [ζεῦγος, τρέφω] verzorger van trekossen. Plut. Per. 12.6.