θοινήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θοινήτωρ:''' ορος ὁ Anth. = [[θοινάτωρ]]. | |elrutext='''θοινήτωρ:''' ορος ὁ Anth. = [[θοινάτωρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[θοινάτωρ]], [[θοινατήρ]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = θοινάτωρ, AP7.241 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1214] ορος, ὁ, = θοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).
Greek (Liddell-Scott)
θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.
Greek Monolingual
θοινήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ].
Greek Monotonic
θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θοινήτωρ: ορος ὁ Anth. = θοινάτωρ.