θηρατικός: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηρᾱτικός:''' <b class="num">1)</b> охотничий, служащий для охоты: θηρατικὰ σημεῖα Plut. следы дичи;<br /><b class="num">2)</b> любящий охотиться или искусный в охоте (νεανίσκοι Plut.).
|elrutext='''θηρᾱτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> охотничий, служащий для охоты: θηρατικὰ σημεῖα Plut. следы дичи;<br /><b class="num">2)</b> любящий охотиться или искусный в охоте (νεανίσκοι Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱτικός Medium diacritics: θηρατικός Low diacritics: θηρατικός Capitals: ΘΗΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēratikós Transliteration B: thēratikos Transliteration C: thiratikos Beta Code: qhratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A θηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628 (s.v.l.), cf. Gal.Protr.6; ἔργα Ael.NA14.5; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.).    2 fit for winning, τὰ θ. τῶν φίλων the arts for winning friends, X.Mem.2.6.33.    3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.

German (Pape)

[Seite 1209] zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτικός: -ή, -όν, = θηρευτικός, ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) ἐπιτήδειος εἰς θήραν, ἁρμόδιος, τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) ἔμπειρος εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la chasse ; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων XÉN l’art de gagner des amis;
2 qui aime la chasse.
Étymologie: θηρατός.

Greek Monolingual

θηρατικός, -ή, -όν (Α) θηρατής
1. κυνηγετικός
2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.)
3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» — τα τεχνάσματα με τα οποία προσελκύει κανείς φίλους)
4. έμπειρος στο κυνήγι
5. φρ. «θηρατικός φόρος» — τέλος άδειας κυνηγιού.

Russian (Dvoretsky)

θηρᾱτικός:
1) охотничий, служащий для охоты: θηρατικὰ σημεῖα Plut. следы дичи;
2) любящий охотиться или искусный в охоте (νεανίσκοι Plut.).