Ἰλιακός: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(2b) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ἰλιᾰκός:''' (ῑλ) [adj. к [[Ἴλιον]] илионский, троянский ([[πόλεμος]] Polyb.; μῦθοι Anth.). | |elrutext='''Ἰλιᾰκός:''' (ῑλ) [adj. к [[Ἴλιον]] илионский, троянский ([[πόλεμος]] Polyb.; μῦθοι Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Ἰ¯λιᾰκός, ή, όν [[Ἴλιον]]<br />[[Ilian]], [[Trojan]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑλ], ή, όν,
A Ilian, Trojan, μῦθοι AP9.192 (Antiphil.); πόλεμος Str.1.2.9; concerning the Iliad, προσῳδία, title of work by Hdn. Gr. II ἰλιακά, τά, word of doubtful meaning in PTeb.61 (b).319, cf. 68.88, al. (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἰλιᾰκός: ῑλ, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν Ἴλιον, Τρωϊκός, Ἀνθ. Π. 9. 192, Στράβ. 20· ἀναφερόμενον εἰς τὴν Ἰλιάδα, Ἡρῳδιαν., Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’Ilion.
Étymologie: Ἴλιον.
Greek Monotonic
Ἰλιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν (Ἴλιον), αυτός που ανήκει στην πόλη του Ιλίου, Τρωϊκός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰλιᾰκός: (ῑλ) [adj. к Ἴλιον илионский, троянский (πόλεμος Polyb.; μῦθοι Anth.).