καινοπηγής: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.). | |elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A newly put together, new-made, A.Th.642.
German (Pape)
[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.
Greek Monolingual
καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ-πηγής, νεο-πηγής].
Greek Monotonic
καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.