καταφυσάω: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, | |lstext='''καταφῡσάω''': διὰ τοῦ φυσήματος [[ἐκχέω]], [[ἐξακοντίζω]], φυσῶν [[ῥαντίζω]], κ. τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· [[ἀλλά]], κ. τὸν θολόν, [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκχέω]] τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, [[αὐτόθι]] 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, [[ἐμπτύω]], κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταφῡσάω:''' обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ Arst.). | |elrutext='''καταφῡσάω:''' обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ [[σμῆνος]] οἴνῳ Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
A spray, besprinkle, σμῆνος οἴνῳ Arist.HA627b15; [ἰσχίον] οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hippiatr.30. 2 discharge, κ. τὸν θορόν (sc. τῇ θηλείᾳ) Arist.HA544a4 (v.l. θολόν).
Greek (Liddell-Scott)
καταφῡσάω: διὰ τοῦ φυσήματος ἐκχέω, ἐξακοντίζω, φυσῶν ῥαντίζω, κ. τὸ σμῆνος οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· ἀλλά, κ. τὸν θολόν, ἐκτινάσσω, ἐκχέω τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, αὐτόθι 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, ἐμπτύω, κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.
Russian (Dvoretsky)
καταφῡσάω: обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ σμῆνος οἴνῳ Arst.).