κατάψυχρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125˙ κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.
|lstext='''κατάψυχρος''': -ον, [[λίαν]] [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125· κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάψυχρος Medium diacritics: κατάψυχρος Low diacritics: κατάψυχρος Capitals: ΚΑΤΑΨΥΧΡΟΣ
Transliteration A: katápsychros Transliteration B: katapsychros Transliteration C: katapsychros Beta Code: kata/yuxros

English (LSJ)

ον,

   A very cold, Hp.Art.67, S.E.P.1.125, etc.; τόπος Dsc. 2.76; χειμών Gp.1.12.33; of character, Vett.Val.11.32, al.

German (Pape)

[Seite 1393] sehr kalt, S. Emp. pyrrh. 1, 125 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125· κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάψυχρος, -ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος
2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάψυχρος -ον [καταψύχω] heel koud.

Russian (Dvoretsky)

κατάψῡχρος: очень холодный Sext.