κατατιλάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(2b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατῑλάω:''' загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.
|elrutext='''κατατῑλάω:''' загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.
}}
}}

Revision as of 07:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατῑλάω Medium diacritics: κατατιλάω Low diacritics: κατατιλάω Capitals: ΚΑΤΑΤΙΛΑΩ
Transliteration A: katatiláō Transliteration B: katatilaō Transliteration C: katatilao Beta Code: katatila/w

English (LSJ)

   A make dirt over, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων, Ar.Av.1054, Ra.366:—Pass., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι Id.Av.1117; κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατετιλῆσθαι Artem.2.26.

Greek (Liddell-Scott)

κατατῑλάω: χέζω κατά τινος, κόπρον ἐκκρίνω διάρρυτον ἢ ὑγράν, «τσιλίζω ἢ τσιρλίζω» ἐπὶ τινος, τῆς στήλης, τῶν Ἑκαταίων ἀγαλμάτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1054, Βάτρ. 366· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιλῆσαι Ἀρτεμίδ. 2. 24.― Παθ., τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1117· κατὰ τῆς κεφαλῆς κατατιληθῆναι Ἀρτεμίδ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
embrener.
Étymologie: κατά, τιλάω.

Greek Monotonic

κατατῑλάω: μέλ. -ήσω, βρωμίζω ολόγυρα, με γεν., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατατῑλάω: загаживать (τῆς στήλης Arph.): τοῖς ὄρνισι κατατιλώμενος Arph. засиженный птицами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τιλάω onderpoepen, met gen.