κελευσμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(2b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κελευσμοσύνη:''' (σῠ) ἡ Her. = [[κέλευσμα]] 1.
|elrutext='''κελευσμοσύνη:''' (σῠ) ἡ Her. = [[κέλευσμα]] 1.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ, [ionic for [[κέλευσμα]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 03:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμοσύνη Medium diacritics: κελευσμοσύνη Low diacritics: κελευσμοσύνη Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: keleusmosýnē Transliteration B: keleusmosynē Transliteration C: kelefsmosyni Beta Code: keleusmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.

German (Pape)

[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.

Greek Monolingual

κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.

Greek Monotonic

κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.

Russian (Dvoretsky)

κελευσμοσύνη: (σῠ) ἡ Her. = κέλευσμα 1.

Middle Liddell

κελευσμοσύνη, ἡ, [ionic for κέλευσμα, Hdt.]