κιχλισμός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κιχλισμός:''' ὁ [[κιχλίζω]] II] поедание дроздов, по друг. [[κιχλίζω]] I] смех, хохот Arph. | |elrutext='''κιχλισμός:''' ὁ [[κιχλίζω]] II] поедание дроздов, по друг. [[κιχλίζω]] I] смех, хохот Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] gegiechel. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A tittering, giggling, Ar.Nu.1073 (pl., v.l. καχασμῶν), cf.AB271.
German (Pape)
[Seite 1444] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.
Greek (Liddell-Scott)
κιχλισμός: ὁ, ἠλίθιος γέλως, καγχασμός, Κλήμ. Ἀλ. 196 (ἐντεῦθεν κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ καχασμός· πρβλ κιχλίζω. Καθ’ Ἡσύχ.: «κιχλισμός· γέλως σφοδρὸς» (αἰσχρὸς γέλως μετὰ ἀταξίας).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat de rire.
Étymologie: κιχλίζω¹.
Greek Monolingual
κιχλισμός, ὁ (Α) κιχλίζω
ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.).
Russian (Dvoretsky)
κιχλισμός: ὁ κιχλίζω II] поедание дроздов, по друг. κιχλίζω I] смех, хохот Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιχλισμός -οῦ, ὁ [κιχλίζω] gegiechel.