κρεκάδια: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρεκάδια:''' (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
|elrutext='''κρεκάδια:''' (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεκάδια Medium diacritics: κρεκάδια Low diacritics: κρεκάδια Capitals: ΚΡΕΚΑΔΙΑ
Transliteration A: krekádia Transliteration B: krekadia Transliteration C: krekadia Beta Code: kreka/dia

English (LSJ)

ων, τά, a kind of

   A tapestry, Ar.V.1215.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.

Greek Monolingual

κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].

Greek Monotonic

κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.