λαρίς: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾰρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Anth. = [[λάρος]]. | |elrutext='''λᾰρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Anth. = [[λάρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λᾰρίς, ίδος = [[λάρος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = λάρος, AP7.652 (Leon.), 654 (Id.).
German (Pape)
[Seite 16] ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, Ἀνθ. Π. 7. 652, 654.
Greek Monolingual
λαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο γλάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάρος κατά τα θηλ. σε -ίς].
Greek Monotonic
λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰρίς: ίδος (ῐδ) ἡ Anth. = λάρος.
Middle Liddell
λᾰρίς, ίδος = λάρος, Anth.]