λιγυπνείων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(3) |
(1ba) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.). | |elrutext='''λῐγυπνείων:''' οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐγυ-πνείων, οντος, [[πνέω]]<br />[[shrill]]-blowing, whistling, Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.
English (Autenrieth)
οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.
Greek Monotonic
λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).