λοφώδης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(3) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=λοφώδης | |||
|Medium diacritics=λοφώδης | |||
|Low diacritics=λοφώδης | |||
|Capitals=ΛΟΦΩΔΗΣ | |||
|Transliteration A=lophṓdēs | |||
|Transliteration B=lophōdēs | |||
|Transliteration C=lofodis | |||
|Beta Code=lofw/dhs | |||
|Definition=ες, [[like a ridge]], [[ὄγκος]] Arist. ''Mete.'' 367a4; [[on a ridge]], [[πόλις]] Procop. ''Aed.'' 5.6. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17. | |lstext='''λοφώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς λόφον, [[ὄγκος]] Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, [[ὀρεινός]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17. |
Revision as of 10:59, 31 January 2021
English (LSJ)
ες, like a ridge, ὄγκος Arist. Mete. 367a4; on a ridge, πόλις Procop. Aed. 5.6.
Greek (Liddell-Scott)
λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
Greek Monolingual
-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.
Russian (Dvoretsky)
λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).