μεμηχανημένως: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεμηχᾰνημένως:''' хитростью, коварно Eur. | |elrutext='''μεμηχᾰνημένως:''' хитростью, коварно Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb perf. [[part]]. of [[μηχανάομαι]]<br />by [[stratagem]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv., (μηχανάομαι)
A by stratagem, E.Ion809.
German (Pape)
[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
Greek Monolingual
μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].
Greek Monotonic
μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μεμηχᾰνημένως: хитростью, коварно Eur.
Middle Liddell
[adverb perf. part. of μηχανάομαι
by stratagem, Eur.