μετακλίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(3)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
|elrutext='''μετακλίνομαι:''' (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 μετ-εκλίνθην<br />Pass. to [[shift]] to the [[other]] [[side]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.

Greek Monotonic

μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μετακλίνομαι: (ῑ) склоняться в другую сторону: πολέμοιο μετακλινθέντος Hom. при неблагоприятном обороте битвы.

Middle Liddell

aor1 μετ-εκλίνθην
Pass. to shift to the other side, Il.