οὔρισμα: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὔρισμα:''' ατος τό ион. = [[ὅρισμα]]. | |elrutext='''οὔρισμα:''' ατος τό ион. = [[ὅρισμα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οὔρισμα]], ατος, τό, [ionic for [[ὅρισμα]]<br />a [[boundary]]-[[line]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, Ion. for ὅρισμα,
A boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.
German (Pape)
[Seite 419] τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?). τό, ion. = ὅρισμα, Begränzung, Gränze, Her. 2, 17. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρισμα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὅρισμα, ὅριον μεθόριον Ἡρόδ. 2. 17., 4. 45.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
délimitation ; frontière.
Étymologie: οὐρίζω².
Greek Monolingual
οὔρισμα, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. όρισμα.
Greek Monotonic
οὔρισμα: -ατος, τό, Ιων. αντί ὅρισμα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οὔρισμα: ατος τό ион. = ὅρισμα.