παραβασία: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παραβᾰσία:''' эп. Hes. [[παραιβασίη]], Aesch. [[παρβασία]] ἡ = [[παράβασις]] 3. | |elrutext='''παραβᾰσία:''' эп. Hes. [[παραιβασίη]], Aesch. [[παρβασία]] ἡ = [[παράβασις]] 3. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραβασία -ας, ἡ, poët. παρβασία en παραιβασία [παραβαίνω] overtreding, schuld:. αἵ τ ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίαις ἐφέπουσιν die overtredingen zowel van goden als mensen bestraffen Hes. Th. 220; παλαιγενῆ... παρβασίαν de oude schuld Aeschl. Sept. 743. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, Ep. παραιβασίη,
A = παράβασις II, Hes.Th.220 (pl.), PLond.1.113.1 (vi A. D.), etc.: poet. παρβασία A.Th.743 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 471] ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
παραβᾰσία: ἡ, Ἐπικ. παραιβασίη, = παράβασις, ΙΙ, Ἡσ. Θ. 220· ποιητ. παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
Greek Monolingual
επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ
1. πλάνη, παραίσθηση
2. ατιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monotonic
παραβᾰσία: ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ. παρβασία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παραβᾰσία: эп. Hes. παραιβασίη, Aesch. παρβασία ἡ = παράβασις 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραβασία -ας, ἡ, poët. παρβασία en παραιβασία [παραβαίνω] overtreding, schuld:. αἵ τ ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίαις ἐφέπουσιν die overtredingen zowel van goden als mensen bestraffen Hes. Th. 220; παλαιγενῆ... παρβασίαν de oude schuld Aeschl. Sept. 743.