πολύαιμος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύαιμος:''' Arst. = [[πολυαίματος]]. | |elrutext='''πολύαιμος:''' Arst. = [[πολυαίματος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύαιμος -ον [πολύς, αἷμα] goed doorbloed. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A full of blood, of a full habit, Hp.Flat.14, Arist.HA515a20, 520b27 (Comp.); πλεύμων Id.PA669a27.
German (Pape)
[Seite 659] voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαιμος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, ἀφθονία αἵματος, αὐτόθι 13. 6. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαιμος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό-αιμος, παχύ-αιμος].
Russian (Dvoretsky)
πολύαιμος: Arst. = πολυαίματος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύαιμος -ον [πολύς, αἷμα] goed doorbloed.