πυρίαμα: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠρίᾱμα:''' ατος τό горячий компресс, припарка Arst. | |elrutext='''πῠρίᾱμα:''' ατος τό горячий компресс, припарка Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. πυρί-ημα, ατος, τό,=
A πυρία 1.2, Hp.Flat.9, Philist.63, Arist.Pr.866a24; = πυρία 1.1, Palaeph. 43.
German (Pape)
[Seite 821] τό, trockenes Schwitzbad; Arist. probl. 1, 55; Philist. bei Poll. 7, 168.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίᾱμα: τό, = πυρία, Ἱππ. 298. 48, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, Φιλόστρ. 63.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και ιων. τ. πυρίημα Α πυριῶ
νεοελλ.
ιατρ. θερμό επίθεμα κατάλληλο για θεραπευτικούς σκοπούς, όπως είναι η φιάλη με θερμό νερό, τα καταπλάσματα κ.ά.
αρχ.
ατμόλουτρο, πυρία.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίᾱμα: ατος τό горячий компресс, припарка Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρίᾱμα -ατος, τό, Ion. πυρίημα -ατος, τό [πυριάω] (warm) kompres.