σιδηρόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
|elrutext='''σῐδηρόπληκτος:''' дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόπληκτος Medium diacritics: σιδηρόπληκτος Low diacritics: σιδηρόπληκτος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sidēróplēktos Transliteration B: sidēroplēktos Transliteration C: sidiropliktos Beta Code: sidhro/plhktos

English (LSJ)

Dor. σῐδηρό-πλακτος, ον,

   A smitten by iron, A.Th.911 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, ον, ὁ ὑπὸ σιδήρου πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 911.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, -ον, Α
1. ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, δηλαδή από ξίφος
2. αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- / σιδαρο- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόπληκτος: Δωρ. -πλακτος, -ον, πληγωμένος από σίδερο, δηλ. από ξίφος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόπληκτος: дор. σῐδᾱρόπλακτος 2 сраженный железом Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόπληκτος -ον [σίδηρος, πλήττω ( πλήσσω )] door ijzer geslagen.