σπαστικός: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(4) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spastikos | |Transliteration C=spastikos | ||
|Beta Code=spastiko/s | |Beta Code=spastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[drawing in]], [[absorbing]], τῆς τροφῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>683a22</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>881b15</span>; σ. ζῴδια <b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>. <span class="bibl">1.166</span>, <span class="bibl">4.152</span>, <span class="bibl">8(3).100</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:50, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A drawing in, absorbing, τῆς τροφῆς Arist.PA683a22, cf. Pr.881b15; σ. ζῴδια Cat. Cod.Astr. 1.166, 4.152, 8(3).100.
German (Pape)
[Seite 918] ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σπαστικός: -ή, -όν, (σπάω) ὁ συνέλκων, ἀπορροφῶν, πρὸς αὐτὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 4· τῆς τροφῆς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 13.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που προκαλείται ή συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπαστική βρογχίτιδα» β. «σπαστική κολίτιδα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπαστικά
ιατρ. παιδιά που πάσχουν από βρεφική εγκεφαλοπάθεια οφειλόμενη σε συνθήκες ανοξίας κατά τον τοκετό
3. μτφ. πολύ ενοχλητικός
αρχ.
αυτός που απορροφά, απορροφητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σπαστικός έχει προέλθει από το ρηματ. επίθ. του σπάω / σπώ, το οποίο απαντά μόνο σε συνθ. τ. με τη μορφή -σπαστος].
Russian (Dvoretsky)
σπαστικός: втягивающий, вбирающий внутрь Arst.