Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκόρῠφος''': -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
|lstext='''συγκόρῠφος''': -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου η [[κορυφή]] συνδέεται με την [[κορυφή]] ενός άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]])].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:59, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκόρῠφος Medium diacritics: συγκόρυφος Low diacritics: συγκόρυφος Capitals: ΣΥΓΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: synkóryphos Transliteration B: synkoryphos Transliteration C: sygkoryfos Beta Code: sugko/rufos

English (LSJ)

ον,

   A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.

German (Pape)

[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].

Russian (Dvoretsky)

συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).