συγγραμμάτιον: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγγραμμάτιον:''' (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc. | |elrutext='''συγγραμμάτιον:''' (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγγραμμάτιον -ου, τό [σύγγραμμα] geschriftje, boekje. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.
German (Pape)
[Seite 962] τό, dim. von σύγγραμμα, Büchlein, kleine Schrift, Luc. Herod. 1.
Greek (Liddell-Scott)
συγγραμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Λουκιαν. Ἡρόδ. 1, Λογγῖν. 1. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σύγγραμμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σύγγραμμα, -άμματος]
υποκορ. του σύγγραμμα.
Russian (Dvoretsky)
συγγραμμάτιον: (μᾰ) τό сочиненьице, книжка Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγραμμάτιον -ου, τό [σύγγραμμα] geschriftje, boekje.