συναπομαραίνομαι: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναπομᾰραίνομαι:''' вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами. | |elrutext='''συναπομᾰραίνομαι:''' вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-απομᾰραίνομαι tegelijk (met...) zwakker worden, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A fade away and die together, X.Smp.8.14; ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις Plu.Phil.18; of the pulse, Gal.8.479, Paul.Aeg.2.11.23.
Greek (Liddell-Scott)
συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι καὶ ἐκλείπω ὁμοῦ, «τοῦ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι» Ξεν. Συμπ. 8. 14· τινι Πλουτ. Φιλοπ. 18.
Greek Monolingual
Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).
Greek Monolingual
Α ἀπομαραίνομαι
μαραίνομαι και μειώνομαι, ελαττώνομαι ώσπου να εκλείψω συγχρόνως με κάτι άλλο (α. «τοῡ τῆς ὥρας ἄνθους ἀπολείποντος ἀνάγκην καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι», Ξεν
β. «ταῑς τῶν σωμάτων ῥώμαις συναπομαραίνεσθαι δοκοῡσιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
συναπομᾰραίνομαι: Παθ., μαραίνομαι και πεθαίνω μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συναπομᾰραίνομαι: вместе увядать, угасать Xen.: τῷ σώματι или ταῖς τῶν σωμάτων ῥώμαις σ. Plut. угасать вместе с телесными силами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απομᾰραίνομαι tegelijk (met...) zwakker worden, met dat.