συμπεριπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριπλέω''': [[περιπλέω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.
|lstext='''συμπεριπλέω''': [[περιπλέω]] [[ὁμοῦ]] ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέω]]<br />[[περιπλέω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλέω Medium diacritics: συμπεριπλέω Low diacritics: συμπεριπλέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΕΩ
Transliteration A: symperipléō Transliteration B: symperipleō Transliteration C: symperipleo Beta Code: sumperiple/w

English (LSJ)

   A sail about with, c. dat., App.BC5.96, Ps.-Hdt. Vit.Hom.8.

German (Pape)

[Seite 986] (s. πλέω), mit umschiffen; Her. vita Hom. 8; Appian.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλέω: περιπλέω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Βίος Ὁμήρ. 8.

Greek Monolingual

Α περιπλέω
περιπλέω μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλέω: вместе плавать вокруг, огибать на корабле Plut.