συνεπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />parler comme un autre, être du même avis.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιφάσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιφάσκω Medium diacritics: συνεπιφάσκω Low diacritics: συνεπιφάσκω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: synepipháskō Transliteration B: synepiphaskō Transliteration C: synepifasko Beta Code: sunepifa/skw

English (LSJ)

   A assent also, Plu.2.63c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφάσκω: высказывать согласие, соглашаться Plut.