τήβεννος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(4b) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τήβεννος | |||
|Medium diacritics=τήβεννος | |||
|Low diacritics=τήβεννος | |||
|Capitals=ΤΗΒΕΝΝΟΣ | |||
|Transliteration A=tḗbennos | |||
|Transliteration B=tēbennos | |||
|Transliteration C=tivennos | |||
|Beta Code=th/bennos | |||
|Definition=ἡ, = [[τήβεννα]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> manteau grec;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> toge.<br />'''Étymologie:''' DELG terme étrusque. |
Revision as of 10:34, 31 January 2021
English (LSJ)
ἡ, = τήβεννα.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῑοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῡσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].
Russian (Dvoretsky)
τήβεννος: ἡ Plut. = τήβεννα 2.