τιθασευτής: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῐθᾰσευτής:''' οῦ ὁ приручитель, воспитатель Arph.
|elrutext='''τῐθᾰσευτής:''' οῦ ὁ приручитель, воспитатель Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,<br />one who tames, Ar. [from τῐθᾰσεύω]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσευτής Medium diacritics: τιθασευτής Low diacritics: τιθασευτής Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΤΗΣ
Transliteration A: tithaseutḗs Transliteration B: tithaseutēs Transliteration C: tithaseftis Beta Code: tiqaseuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who tames, Ar.V. 704.

German (Pape)

[Seite 1109] ὁ, der Zähmende, Ar. Vesp. 704.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθασευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τιθασεύων, ἐξημερώνων, ἵνα γινώσκῃς τὸν τιθασευτήν, «τὸν θεραπεύοντά σε καὶ ἐκτρέφοντα καὶ κολακεύοντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 704.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui apprivoise ; fig. qui cajole, flatteur.
Étymologie: τιθασεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. τιθασεύτρια Α τιθασεύω
αυτός που τιθασεύει, δαμαστής
νεοελλ.
μτφ. αυτός που κάνει κάποιον υποχείριό του, που τον υποτάσσει
αρχ.
μτφ. αυτός που συνηθίζει να κολακεύει κάποιον.

Greek Monotonic

τῐθᾰσευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξημερώνει, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσευτής: οῦ ὁ приручитель, воспитатель Arph.

Middle Liddell

τῐθᾰσευτής, οῦ, ὁ,
one who tames, Ar. [from τῐθᾰσεύω]