τετολμηκότως: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετολμηκότως:''' отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.). | |elrutext='''τετολμηκότως:''' отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from perf. [[part]]. of [[τολμάω]], Polyb.] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv., (τολμάω)
A boldly, Plb.1.23.5, 9.4.2.
German (Pape)
[Seite 1096] adv. part. perf. von τολμάω, verwegen, Pol. 1, 23, 5. 9, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετολμηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ τολμάω, πλέοντες τετολμηκότως Πολύβ. 1. 23, 5., 9. 4, 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τόλμη, τολμηρά («ἐνέβαλον οἱ πρῶτοι πλέοντες τετολμηκότως», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. τετολμηκώς, -ότος του τολμῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
τετολμηκότως: επιρρ. μτχ. παρακ. του τολμάω, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
τετολμηκότως: отважно, смело (ἐμβαλεῖν Polyb.).