τύπανον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(4b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τύπᾰνον:''' (ῠ) τό HH, Aesch., Eur. = [[τύμπανον]].
|elrutext='''τύπᾰνον:''' (ῠ) τό HH, Aesch., Eur. = [[τύμπανον]].
}}
{{elnl
|elnltext=τύπανον -ου, τό, zie τύμπανον.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύπᾰνον Medium diacritics: τύπανον Low diacritics: τύπανον Capitals: ΤΥΠΑΝΟΝ
Transliteration A: týpanon Transliteration B: typanon Transliteration C: typanon Beta Code: tu/panon

English (LSJ)

[ῠ], τό, (τύπτω)

   A = τύμπανον (chiefly poet., also in Arist. Ath.45.1, Phld.Mus.p.49 K.), drum, h.Hom.14.3, A.Fr.57.10 (anap.), E.Hel.1347 (lyr.), Diog.Ath.1.3, AP6.165.5 (Phal.). [τυμπ- is read against the metre in E. l.c., A. l.c. codd.Str., Diog. l.c. codd. Ath.]    II = τύμπανον 11, ὁ ἀπὸ τοῦ τ. nickname of one Lysimachus who at the last moment escaped execution, Arist. l. c.; ἄξιοί εἰσι τυχεῖν πάντες ἑνὸς τ. AP11.160 (Lucill.); τύπανα is metrically possible in Ar.Pl.476, and is required there by the alphabetical order in Suid., as is τύπανον in Hsch.    III = crusta, Gloss.    IV name of a street, BGU9 i 7 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1162] τό, seltnere poet. Form von τύμπανον; Hom. h. 13, 3; Aesch. frg. 51; sp. D., wie Lucill. 42 (XI, 166).

Greek (Liddell-Scott)

τύπᾰνον: [ῠ], τό, (τύπτω) ποιητ. τύπος ἀντὶ τύμπανον, Ὕμν. Ὁμ. 13. 3, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. 10, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888, Διογέν. Τραγικ. παρ’ Ἀθην. 636Α, καὶ Ἀνθ.· - οὕτω παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς t˘ypănum ἀντὶ tympanum, Näke Opusc. σ. 34 κἑξ., Sillig Catull. 63. 9. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 118.

French (Bailly abrégé)

c. τύμπανον.

English (Slater)

τῠπᾰνον
   1 tambourine σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων (Bury: τυμπάνων Π, κυμβάλων Strabo) Δ. 2. 9.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τύμπανο.

Greek Monotonic

τύπᾰνον: [ῠ], τό (τύπτω), ποιητ. αντί τύμπανον, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τύπᾰνον: (ῠ) τό HH, Aesch., Eur. = τύμπανον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύπανον -ου, τό, zie τύμπανον.