ὑπολαμπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπολαμπής:''' отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).
|elrutext='''ὑπολαμπής:''' отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-[[λαμπής]], ές<br />[[shining]] with [[inferior]] [[lustre]], Hes.
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμπής Medium diacritics: ὑπολαμπής Low diacritics: υπολαμπής Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: hypolampḗs Transliteration B: hypolampēs Transliteration C: ypolampis Beta Code: u(polamph/s

English (LSJ)

ές,

   A shining with inferior lustre, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι-λαμπής].

Greek Monotonic

ὑπολαμπής: -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, λάμψη, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολαμπής: отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).

Middle Liddell

ὑπο-λαμπής, ές
shining with inferior lustre, Hes.