ὑψίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' высокоствольный ([[ἄλσος]] Pind.).
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' высокоствольный ([[ἄλσος]] Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-γυιος, ον,<br />with [[high]] limbs, [[high]]-stemmed, Pind.
}}
}}

Revision as of 02:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγυιος Medium diacritics: ὑψίγυιος Low diacritics: υψίγυιος Capitals: ΥΨΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: hypsígyios Transliteration B: hypsiguios Transliteration C: ypsigyios Beta Code: u(yi/guios

English (LSJ)

ον,

   A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.

English (Slater)

ὑψῐγυιος
   1 high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].

Greek Monotonic

ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).

Middle Liddell

ὑψί-γυιος, ον,
with high limbs, high-stemmed, Pind.