χάλυβος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χάλῠβος:''' (ᾰ) ὁ Aesch. = [[χάλυψ]]. | |elrutext='''χάλῠβος:''' (ᾰ) ὁ Aesch. = [[χάλυψ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χάλυβος]], ὁ, = [[χάλυψ]], Aesch., Eur.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 10 January 2019
English (LSJ)
v. sq. 11.
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. χάλυψ.
Greek Monolingual
-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
Greek Monotonic
χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χάλῠβος: (ᾰ) ὁ Aesch. = χάλυψ.