δεσποσύνη: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(nl) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=desposyni | |Transliteration C=desposyni | ||
|Beta Code=desposu/nh | |Beta Code=desposu/nh | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[absolute rule]], [[despotism]], <span class="bibl">Hdt.7.102</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A absolute rule, despotism, Hdt.7.102.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.
Greek Monolingual
η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].
Greek Monotonic
δεσποσύνη: ἡ (δεσπότης), = δεσποτεία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δεσποσύνη: ἡ неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] overheersing.