πετρορριφής: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πετρορριφής -ές [πέτρα, ῥίπτω] van een rots geworpen. | |elnltext=πετρορριφής -ές [πέτρα, ῥίπτω] van een rots geworpen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πετρορ-ρῐφής, ές [[ῥίπτω]]<br />hurled from a [[rock]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A hurled from a rock, π. θανεῖν E.Ion1222.
Greek (Liddell-Scott)
πετρορρῐφής: -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
précipité du haut d’un rocher.
Étymologie: πέτρος, ῥίπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο-ρριφής].
Greek Monotonic
πετρορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που ρίχνεται από τους βράχους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πετρορρῐφής: сброшенный со скалы Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρορριφής -ές [πέτρα, ῥίπτω] van een rots geworpen.