σκαμμωνία: Difference between revisions
(nl) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant) | |elnltext=σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant) | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of scammony, Convulvulus scammonia</b> (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀσκαμωνία</b> (Gp.)<br />Derivatives: <b class="b3">-ώνιον</b> (Nic. Al. 565) <b class="b2">juice of this plant</b>, <b class="b3">-νίτης οἶνος</b> (Dsc., Plin.), also <b class="b3">κάμων</b> (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 3 January 2019
English (LSJ)
(and σκαμωνία), ἡ,
A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].
Russian (Dvoretsky)
σκαμμωνία: ἡ бот. скаммония (Convolvulus scammonia L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant)
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convulvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: -ώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, -νίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)