συμπαρίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. [[συμπαρίστημι]] Α [[παρίστημι]]/ [[παριστάνω]]<br />[[παραστέκω]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[συμπαράσταση]] σε κάποιον, τον [[υποστηρίζω]] υλικά και ηθικά, τον [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[τοποθετώ]] τον έναν [[κοντά]] στον άλλον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. [[συμπαρίστημι]] Α [[παρίστημι]]/ [[παριστάνω]]<br />[[παραστέκω]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[συμπαράσταση]] σε κάποιον, τον [[υποστηρίζω]] υλικά και ηθικά, τον [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[τοποθετώ]] τον έναν [[κοντά]] στον άλλον.
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. [[συμπαρίστημι]] Α [[παρίστημι]]/ [[παριστάνω]]<br />[[παραστέκω]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[συμπαράσταση]] σε κάποιον, τον [[υποστηρίζω]] υλικά και ηθικά, τον [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[τοποθετώ]] τον έναν [[κοντά]] στον άλλον.

Latest revision as of 13:16, 1 January 2019

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρίσταμαι, Att. ξυμπαρίσταμαι, intrans. medestander worden van, bijstaan, met dat.