συνορέω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.
|elnltext=συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω [[σύνορος]]<br />to be [[conterminous]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορέω Medium diacritics: συνορέω Low diacritics: συνορέω Capitals: ΣΥΝΟΡΕΩ
Transliteration A: synoréō Transliteration B: synoreō Transliteration C: synoreo Beta Code: sunore/w

English (LSJ)

   A to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.

Greek Monotonic

συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνορέω [σύνορος] grenzen aan, met dat.

Middle Liddell

fut. ήσω σύνορος
to be conterminous, Polyb.