ἀλάτας: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alatas | |Transliteration C=alatas | ||
|Beta Code=a)la/tas | |Beta Code=a)la/tas | ||
|Definition=ἀλᾱτεία, Dor. for | |Definition=ἀλᾱτεία, Dor. for [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 1 January 2021
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Greek Monolingual
ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
Greek Monotonic
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.