κορσός: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(2) |
(2a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=<b class="b3">-όω</b>, <b class="b3">κορσωτήρ</b> etc.<br />See also: s. [[κουρά]]. | |etymtx=<b class="b3">-όω</b>, <b class="b3">κορσωτήρ</b> etc.<br />See also: s. [[κουρά]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κορσός''': -όω, [[κορσωτήρ]] usw.<br />{korsós}<br />'''See also''': s. [[κουρά]].<br />'''Page''' 1,923 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 2 October 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)
Greek (Liddell-Scott)
κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].
Frisk Etymological English
-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.
Frisk Etymology German
κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923