ξυρός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyros | |Transliteration C=ksyros | ||
|Beta Code=curo/s | |Beta Code=curo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ξυρόν]], <span class="bibl">Archipp.45</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.66</span>, v.l. in <span class="title">AP</span>11.288 (Pall.) ; <b class="b3">ξ. εἰς ἀκόνην</b>, prov. of lucky meetings, Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 11 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.) ; ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.
German (Pape)
[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.