σιγανός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν [[κυρίως]] στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>siganus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>sij</i><i>ā</i><i>n</i> «[[είδος]] ψαριού»].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγαλός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]], αργοκίνητος<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[βραδύς]], [[αργός]] («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)<br />β) [[ολιγόλογος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κρυψίνους]], [[υποκριτής]], [[σιγανοπαπαδιά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «από σιγανό [[ποτάμι]] να φοβάσαι» ή «από σιγανό [[μακριά]] τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγανά]] Ν<br />με σιγανό τρόπο, [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν [[κυρίως]] στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και [[είναι]] γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>siganus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>sij</i><i>ā</i><i>n</i> «[[είδος]] ψαριού»].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> [[αθόρυβος]], [[ήσυχος]], [[σιγαλός]]<br /><b>2.</b> [[βραδυκίνητος]], αργοκίνητος<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[βραδύς]], [[αργός]] («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)<br />β) [[ολιγόλογος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κρυψίνους]], [[υποκριτής]], [[σιγανοπαπαδιά]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «από σιγανό [[ποτάμι]] να φοβάσαι» ή «από σιγανό [[μακριά]] τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σιγανά]] Ν<br />με σιγανό τρόπο, [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιγά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[πιθανός]], [[στεγανός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:17, 8 May 2023

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος φυτοφάγων θαλάσσιων περκόμορφων ιχθύων, που ζουν κυρίως στα ρηχά τών τροπικών και υποτροπικών θαλασσών και τών οποίων δύο είδη ζουν και στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες άσπρη αγριόσαλπα και μαύρη αγριόσαλπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. siganus < αραβ. sijān «είδος ψαριού»].
(II)
-ή, -ό, Ν
1. αθόρυβος, ήσυχος, σιγαλός
2. βραδυκίνητος, αργοκίνητος
3. συνεκδ. α) βραδύς, αργός («προχωρούσε με σιγανό ρυθμό»)
β) ολιγόλογος
4. μτφ. κρυψίνους, υποκριτής, σιγανοπαπαδιά
5. παροιμ. «από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι» ή «από σιγανό μακριά τα ρούχα σου» — να προφυλάγεσαι από τους ύπουλους και υποκριτές.
επίρρ...
σιγανά Ν
με σιγανό τρόπο, σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγά + κατάλ. -ανός (πρβλ. πιθανός, στεγανός)].