σιγανοπαπαδιά
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
και σιγαλοπαπαδιά, η, Ν
1. μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που υποκρίνεται τον φρόνιμο, τον αγαθό και καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι ύπουλος, πανούργος και μοχθηρός
2. άτομο που παριστάνει τον δυστυχισμένο και ανυπεράσπιστο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τέτοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγανός / σιγαλός + παπαδιά].