κατασκευαστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskevastos
|Transliteration C=kataskevastos
|Beta Code=kataskeuasto/s
|Beta Code=kataskeuasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">artificial</b>, opp. <b class="b3">αὐτοφυής, τὸ κ</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>11</span>; <b class="b3">ἡ κατασκευαστὴ δόξα</b>, opp. <b class="b3">ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια</b>, <span class="bibl">Id.1.76</span>; <b class="b3">εἰκὼν κ</b>. Plu.2.210d. Adv. <b class="b3">-τῶς</b> <b class="b2">under artificial conditions</b>, Theon<span class="title">Intr.</span>ad <span class="bibl">Euc.<span class="title">Opt.</span>p.146</span> H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">suborned</b>, ἄνδρες <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1348a7</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[artificial]], opp. <b class="b3">αὐτοφυής, τὸ κ</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>11</span>; <b class="b3">ἡ κατασκευαστὴ δόξα</b>, opp. <b class="b3">ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια</b>, <span class="bibl">Id.1.76</span>; <b class="b3">εἰκὼν κ</b>. Plu.2.210d. Adv. <b class="b3">-τῶς</b> <b class="b2">under artificial conditions</b>, Theon<span class="title">Intr.</span>ad <span class="bibl">Euc.<span class="title">Opt.</span>p.146</span> H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[suborned]], ἄνδρες <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1348a7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:01, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστός Medium diacritics: κατασκευαστός Low diacritics: κατασκευαστός Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kataskeuastós Transliteration B: kataskeuastos Transliteration C: kataskevastos Beta Code: kataskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. αὐτοφυής, τὸ κ. D.H.Is.11; ἡ κατασκευαστὴ δόξα, opp. ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια, Id.1.76; εἰκὼν κ. Plu.2.210d. Adv. -τῶς under artificial conditions, TheonIntr.ad Euc.Opt.p.146 H.    2 suborned, ἄνδρες Arist.Oec.1348a7.

German (Pape)

[Seite 1378] eingerichtet, durch Kunst gemacht, vorbereitet, Arist. oec. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος, τεχνητός, μηδεμία ἔστω εἰκὼν μήτε γραπτή, μήτε πλαστή, μήτε κατασκευαστὴ Πλάτ. Ἀποφθ. 201D, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 11· τὸ κατασκευαστὸν ὁ αὐτ. 1, 76, πρβλ. Πλούτ. 2. 210 D· «ἔριον τολυπευτὸν κ. καὶ πεφιλοκαλημένον» Σχολ. εἰς Ὀμ. Ὀδ. Δ. 490. 2) ἀντ’ ἄλλου δολίως τεθειμένος πρὸς τὸ παρόν, ὑπόβλητος, ἄνδρες Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14, 1· ὁ κ. αὐτόμολος Διον. Ἁλ. 7, 11, ὀλίγῳ πρότερον εἶπεν «ὁ κατασκευάσας ταῦτα αὐτόμολος·― τὸ κατασκευαστόν· ὅ,τι ἐκ προπαρασκευῆς καὶ μετὰ τέχνης καὶ σπουδῆς ἀπειργάσθη», εἶδος τοῦ λόγου, ἀντίθετ. τῷ αὐτοφυεῖ, τῷ ἁπλῷ, ἀφελεῖ, ἀπερίττῳ, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrangé, fait avec art.
Étymologie: adj. verb. de κατασκευάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατασκευαστός, -ή, -όν) κατασκευάζω
αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύση
αρχ.
1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς αὐτόμολος» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκευαστόν
το ύφος του λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο προς το απλό και απέριττο.
επίρρ...
κατασκευαστῶς (Α)
τεχνητά.

Russian (Dvoretsky)

κατασκευαστός:
1) построенный, сооруженный (εἰκών Plut.);
2) специально подговоренный, подкупленный (ἄνδρες Arst.).