νανοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νανοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, [[μικρόσωμος]], [[μικροσκοπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νανοφυής]]<br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νᾶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>φυής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nanophyes</i>].
|mltxt=-ές (Α [[νανοφυής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[ανάστημα]] νάνου, [[μικρόσωμος]], [[μικροσκοπικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νανοφυής]]<br />[[είδος]] εντόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νᾶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>φυής</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nanophyes</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱνοφῠής Medium diacritics: νανοφυής Low diacritics: νανοφυής Capitals: ΝΑΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: nanophyḗs Transliteration B: nanophyēs Transliteration C: nanofyis Beta Code: nanofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of dwarfish stature, Ar.Pax790 (ναννο- codd.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνοφυής: -ές, ὁ ἔχων ἀνάστημα νάνου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la stature d’un nain.
Étymologie: νάννος, φύω.

Greek Monolingual

-ές (Α νανοφυής, -ές)
αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο-φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nanophyes].

Greek Monotonic

νᾱνοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει ανάστημα νάνου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νᾱνο-φυής, ές [φυή]
of dwarfish stature, Ar.