πολυχρώματος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(1b)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυχρώμᾰτος''': -ον, = [[πολύχροος]], [[Πλάτων]] παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
|lstext='''πολυχρώμᾰτος''': -ον, = [[πολύχροος]], [[Πλάτων]] παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρώμᾰτος Medium diacritics: πολυχρώματος Low diacritics: πολυχρώματος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polychrṓmatos Transliteration B: polychrōmatos Transliteration C: polychromatos Beta Code: poluxrw/matos

English (LSJ)

ον,

   A = πολύχροος, Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]