ποριστικός: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poristikos | |Transliteration C=poristikos | ||
|Beta Code=poristiko/s | |Beta Code=poristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">able to supply</b> or | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">able to supply</b> or [[procure]], τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.1.6</span>; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1366a37</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>517d</span>; <b class="b3">π. βίβλος</b> treatise <b class="b2">on supply</b>, <span class="bibl">Aen.Tact.14.2</span>; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων <span class="title">Stoic.</span>3.67; π.καὶ φυλακτικός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.67J.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.
German (Pape)
[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
Greek Monotonic
ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.
Middle Liddell
ποριστικός, ή, όν πορίζω
able to furnish, Xen.