ὑπολισθάνω: Difference between revisions
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolisthano | |Transliteration C=ypolisthano | ||
|Beta Code=u(polisqa/nw | |Beta Code=u(polisqa/nw | ||
|Definition=and (later) ὑπ-ολισθαίνω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=and (later) ὑπ-ολισθαίνω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[slip]] or <b class="b2">slide slightly</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>5</span>, <span class="bibl">Poll.2.15</span>: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.35</span>; εἰς τὰς τερψεις <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:55, 29 June 2020
English (LSJ)
and (later) ὑπ-ολισθαίνω,
A slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35; εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολισθάνω: καὶ (μεταγεν.) ὑπολισθαίνω, μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ὀλίγον τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολυδ. Β΄, 15· - μεταφ., ὑπ. εἰς ὕπνον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 35· εἰς τὰς τέρψεις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12· ἐπὶ τὰ χείρω Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3. 69· πρὸς ἀπάτην ὑπολισθαίνειν Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 107.
French (Bailly abrégé)
glisser ou tomber insensiblement : εἰς τὰς θρύψεις LUC dans la mollesse.
Étymologie: ὑπό, ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α
μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.)
αρχ.
γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
ὑπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω σταδιακά, σε Λουκ.